Γυναικεία χέρια επί το έργον Μια διαδραστική διερεύνηση τριών καλλιτέχνιδων και της επιρροής τους στη σύγχρονη αγγειοπλαστική της Σίφνου

Lydia Matthews
Ομότιμη Καθηγήτρια Οπτικού Πολιτισμού
Parsons School of Design / The New School
Χρόνος ανάγνωσης 20 λεπτά
8358 λέξεις
Σχέδιο της Νταϊάν Κατσιαφίκα

Η συναρμογή ενός αρχείου των παραδοσιακών εργαστηρίων αγγειοπλαστικής στο νησί της Σίφνου θα παραμείνει στο διηνεκές μια ημιτελής πολιτισμική ανασκαφή, αλλά και μια ανοιχτή πρόσκληση. Μέχρι σήμερα η αξιοσημείωτη συλλογή εικόνων και ηχογραφημένων φωνών του «Δίκτυο Αρχιπέλαγος» όχι μόνο αποκαλύπτει έναν σύνθετο τρόπο ζωής που έχει βαθιές ρίζες στον τόπο και διατηρεί τη χειροτεχνία στο επίκεντρο, αλλά μας προτρέπει επίσης να εντοπίσουμε τις ελλείψεις και να αναζητήσουμε τα θραύσματα που λείπουν από ένα διαρκώς διευρυνόμενο αρχειακό σύνολο.

Σε μια πατριαρχική χώρα όπως η Ελλάδα, αναπόφευκτα οι φωνές που ξεχωρίζουν εκπροσωπώντας τις μονάδες οικοτεχνίας του νησιού, δεν είναι άλλες από αυτές των προνομιούχων Σιφνιωτών που διευθύνουν τις οικογενειακές τους επιχειρήσεις. Αυτά είναι και τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στα βίντεο-πορτρέτα του Δικτύου Αρχιπέλαγος. Το κοινό αυτών των βίντεο σύντομα συνειδητοποιεί πως ανήκει σ’ έναν κόσμο ανδρών – έναν «man’s world», για να κάνουμε μια αναφορά στον πανταχού παρόντα Τζέιμς Μπράουν. Ωστόσο, αν αφουγκραστούμε προσεκτικά τις μαρτυρίες αυτών των αγγειοπλαστών και εξετάσουμε ενδελεχώς τις αρχειακές φωτογραφίες και το υλικό από ταινίες και βίντεο, συνειδητοποιούμε ότι τα εργαστήρια κεραμικής της Σίφνου δεν αποτελούν ούτε ατομικά ούτε αποκλειστικά ανδρικά εγχειρήματα – και μάλιστα λειτουργούν περισσότερο ως συλλογικές επιχειρήσεις. Οι γυναίκες, τόσο αυτές που είναι μέλη της οικογένειας όσο και αυτές που έρχονται απ’ έξω για να συνεργαστούν με ντόπιους κεραμίστες, έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των παραδόσεων της κυκλαδίτικης χειροτεχνίας, ενώ παράλληλα έχουν διασφαλίσει και πως αυτές θα παραμείνουν ζωντανές.

Εισαγωγή Τα φύλα των σιφνέικων κεραμικών

Στο ενημερωτικό δελτίο του 2020 που ετοίμασαν η Λυδία Κοπτσοπούλου και η Μαρία Κόμη για τον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Στοιχείων της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, στον οποίο η κεραμική παράδοση της Σίφνου καταχωρήθηκε επισήμως τον Ιανουάριο του 2022, οι συγγραφείς επιχειρούν να ανιχνεύσουν την ιστορία της έμφυλης παραγωγής και τη συνεισφορά των γυναικών στα εργαστήρια αγγειοπλαστικής του νησιού. Όπως επισημαίνουν, πριν από τη δεκαετία του 1950 τα περισσότερα παραδοσιακά αγγειοπλαστεία βρίσκονταν έξω από τους οικισμούς του νησιού, «με αποτέλεσμα οι γυναίκες να είναι υπεύθυνες αποκλειστικά για την οργάνωση του νοικοκυριού και οι άνδρες να μένουν μόνοι στα εργαστήρια όσο ήταν απαραίτητο». Ήταν σύνηθες για τους άνδρες να εργάζονται Δευτέρα με Σάββατο και να επιστρέφουν στο σπίτι και στις οικογένειές τους μόνο μία ημέρα την εβδομάδα. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όταν τα χωριά του νησιού άρχισαν να επεκτείνονται ή, αντιστρόφως, όταν κάποια εργαστήρια επανεγκαταστάθηκαν εντός των οικισμών, οι γυναίκες άρχισαν να παίρνουν πιο ενεργό ρόλο, όπως τεκμηριώνεται σε πολλές από τις ιστορικές φωτογραφίες του «Δίκτυο Αρχιπέλαγος». Όπως εξηγούν οι Κοπτσοπούλου και Κόμη:

“Οι γυναίκες βοηθούσαν αρχικά σε δευτερεύουσες εργασίες, όπως στη μεταφορά των κεραμικών από το εργαστήριο στο καμίνι ή στο γιαλό, για όσα φορτώνονταν στα καΐκια, προκειμένου να πωληθούν σε άλλες περιοχές. Η εμπλοκή των γυναικών αυξάνεται με την αύξηση της ζήτησης κεραμικών στο πλαίσιο της τουριστικής ανάπτυξης του νησιού. Η ανάγκη κατασκευής κεραμικών με επιμελημένη διακόσμηση οδήγησε τις συζύγους ή τις κόρες των αγγειοπλαστών να αναλάβουν την εργασία της διακόσμησης.”

(https://ayla.culture.gr/keramiki-paradosi-sifnou)

Το έμφυλο χάσμα στα παραδοσιακά εργαστήρια κεραμικής έχει συχνά χαρακτηριστεί ως ένα δυαδικό σύστημα: οι άνδρες προμηθεύονται τον πηλό και τον δουλεύουν στον τροχό ενώ οι γυναίκες διακοσμούν τις κεραμικές επιφάνειες. Αυτός ο καταμερισμός υποδηλώνει ότι μπορεί να υπήρχαν σταθεροί πρωτεύοντες και δευτερεύοντες ρόλοι, ωστόσο αυτό το άτυπο ιεραρχικό στερεότυπο δεν είναι απολύτως ακριβές. Είναι αλήθεια ότι οι άρρενες κάτοικοι του νησιού εργάζονται σκληρά στην παραγωγή κεραμικών, χρησιμοποιώντας την εμπειρική γνώση που πέρασε από τους παππούδες στους πατεράδες και στους γιους (μερικές φορές και από τους θείους στα ανίψια που μαθητεύουν στο πλευρό τους). Σήμερα, όμως, στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι αγγειοπλάστες δεν συνηθίζουν να αναπαράγουν τις μεθόδους των προγόνων τους. Πολλοί στρέφονται όλο και πιο συχνά στην εισαγωγή πηλού μέσα από το εμπορικό κύκλώμα και προτιμούν για το ψήσιμο τον ηλεκτρικό κλίβανο αντί για την ξυλοκάμινο, γλιτώνοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό την εξοντωτική εργασία που χρειαζόταν να υπομένουν ηρωικά οι προηγούμενες γενιές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι άνδρες του εργαστηρίου απολαμβάνουν κι εκείνοι να διακοσμούν τις επιφάνειες των αγγείων, είτε πρόκειται για προϊόντα δικής τους δουλειάς είτε για έργα άλλων, αναγνωρίζοντας ότι η διαμόρφωση του σχήματος ενός πήλινου έχει την ίδια σημασία με την εφυάλωση για ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν παίξει εξίσου καθοριστικό ρόλο τόσο στην εμφάνιση και στον χαρακτήρα των κεραμικών προϊόντων όσο και στα επιχειρηματικά κέρδη των αγγειοπλαστείων της Σίφνου. Όπως θα εξετάσουμε στη συνέχεια, γυναίκες όπως η Ζωή Κεραμέα, η Νταϊάν Κατσιαφίκα και η Κατέ Λεμπέση λειτούργησαν καταλυτικά στο συλλογικό φαντασιακό των οικογενειακών εργαστηρίων αγγειοπλαστικής στα οποία εργάστηκαν, επιδεικνύοντας η καθεμία μια ξεχωριστή αισθητική αντίληψη, αντλώντας από διαφορετικές μορφές γνώσης και πνευματικής περιέργειας. Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, η πρακτική τους έχει εμπλουτίσει το εικαστικό ρεπερτόριο των εργαστηρίων του Ατσόνιου και του Λεμπέση, επηρεάζοντας ακόμα και τα σχήματα που δημιουργούν οι άντρες αγγειοπλάστες στον τροχό. 

«Περάστε από το μαγαζί το απόγευμα», συνηθίζουν να λένε οι ντόπιοι. Η λέξη «μαγαζί» δεν περιγράφει απλώς έναν χώρο παραγωγής αντικειμένων, αλλά κι έναν τόπο συνάντησης για πολλά χέρια, γενιές και φύλα. Τα αγγειοπλαστεία είναι οικογενειακοί και κοινωνικοί χώροι όπου καλλιεργείται η αισθητική ανταλλαγή και η συνεχής επανεπινόηση – τόσο της τέχνης όσο και του εαυτού. Ιστορίες, κουτσομπολιά και διαστήματα σιωπής ξεδιπλώνονται σαν τη μουσική του τόπου ενόσω κατασκευάζονται τα κεραμικά. Ο ρυθμός της εργασίας ανακόπτεται από το σπιτικό, μαγειρεμένο με αγάπη, μεσημεριανό, με ποτήρια τσίπουρο και γέλια να συμπληρώνουν το γεύμα. Παιδιά, επισκέπτες και κατοικίδια τρυπώνουν συχνά στον χώρο, γυρεύοντας λίγη προσοχή ή την ευκαιρία να φτιάξουν κάτι με τα χέρια τους. Κάπως έτσι, τα σιφνέικα αγγειοπλαστεία μπορούν να γίνουν αντιληπτά ως δυναμικά και τοπικώε προσδιορισμένα κοινωνικά και δημιουργικά δίκτυα ανταλλαγής. Καθένα από αυτά διαθέτει τη δική του πολιτισμική φυσιογνωμία, ατμόσφαιρα και ηθική, λειτουργώντας μέσα από γενεαλογικές συνδέσεις, φιλίες και απρόβλεπτες συναντήσεις. 

Εκτός από σημεία κοινοτικού διαλόγου και ανταλλαγής, τα σιφνέικα αγγειοπλαστεία είναι ταυτόχρονα δημοφιλείς εμπορικοί χώροι, που λειτουργούν ολοένα και περισσότερο σαν μαγνήτης για την αναπτυσσόμενη τουριστική βιομηχανία του νησιού. Καθημερινά, φιλομαθείς επισκέπτες και επισκέπτριες, συλλέκτες και συλλέκτριες έργων τέχνης από κάθε γωνιά της γης, αλλά και εκπρόσωποι επιχειρήσεων χτυπούν την πόρτα τους, αναγκάζοντας τους ντόπιους να βρουν τρόπο να αφηγηθούν σε ξένες γλώσσες τις ιστορίες πίσω από τα αντικείμενα μες στο εργαστήρι. Το χρήμα ρέει, νέες προτάσεις και παραγγελίες πέφτουν στο τραπέζι. Μέσα από αυτό το ζωηρό πάρε-δώσε ανοίγονται συχνά νέες δυνατότητες: θα μπορούσε η παραγγελία για τα επιτραπέζια σκεύη ενός ξενοδοχείου ή για ένα πάρτι γενεθλίων, για παράδειγμα, να εμπνεύσουν τη δημιουργία ενός καινούργιου σχεδίου; Τέτοιες συναντήσεις με επισκέπτες και επισκέπτριες, πελάτες και πελάτισσες μπορούν να αλλάξουν την πορεία της αγγειοπλαστικής παραγωγής, αναβαθμίζοντας την επαγγελματική φήμη του εργαστηρίου και φέρνοντας οικονομικά οφέλη για το εργατικό δυναμικό.

Σε μια απόπειρα εντοπισμού παραδείγματων από τις γυναικείες, κοινοτικές και συναλλακτικές πτυχές των σύγχρονων αγγειοπλαστείων στη Σίφνο, θα στρέψω την προσοχή μου στις αισθητικές και πολιτισμικές επιρροές των τριών αξιόλογων γυναικών που αναφέρθηκαν παραπάνω. Παρότι η Ζωή Κεραμέα και η Νταϊάν Κατσιαφίκα ήταν αρχικά «ξένες» στο νησί, εδραίωσαν μια περιοδική πλην σταθερή συνεργασία με ντόπιους αγγειοπλάστες – μια ζωντανή φιλία και δημιουργική ανταλλαγή εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. Η Κεραμέα συνεχίζει να συνεργάζεται με τον Αντώνη Ατσόνιο στο Βαθύ, μια παραθαλάσσια κωμόπολη, ενώ η Κατσιαφίκα εργάζεται στο στούντιο του Λεμπέση στην Αγία Άννα, ένα μικρό χωριό δίπλα στον μεγάλο οικισμό του Αρτεμώνα. Όσο για την Κατερίνα («κυρία Κατέ») Λεμπέση, ήταν η αγαπημένη μητέρα του Γιάννη και η γιαγιά του Νίκου Λεμπέση. Έγινε φίλη με την Κατσιαφίκα το 1999 και στη συνέχεια οι δύο γυναίκες συνεργάστηκαν στενά διαμορφώνοντας ένα χαρακτηριστικό στιλ κεραμικών με πολύχρωμο υάλωμα και μοτίβα που αντλούν από τη χλωρίδα και την πανίδα του τόπου. Όπως θα δούμε, η Κατέ Λεμπέση απέκτησε κύρος και φήμη στην τοπική κοινότητα χάρη στο ευφάνταστο καλλιτεχνικό ταλέντο της, παραμένοντας το σημείο αναφοράς του οικογενειακού εργαστηρίου ακόμα και μετά τον θάνατό της το 2019.

Δείτε το επτάλεπτο ντοκιμαντέρ-πορτρέτο της Κατέ Λεμπέση «Μια γυναίκα: Κατέ», το οποίο γύρισε η καλλιτέχνις Ελένη Τζιρτζιλάκη μεταξύ 2018-2020.

Στην παρούσα μελέτη, όπου είναι εφικτό, οι τρεις αυτές γυναίκες θα μιλήσουν οι ίδιες για την πορεία και το έργο τους μέσω ηχητικών αρχείων και συνεντεύξεων (ορισμένες από το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2023) που ενσωματώνονται στο κείμενο ως υπερσύνδεσμοι, καθώς και μέσα από φωτογραφίες, βίντεο και έντυπο υλικό από προσωπικά αρχεία, τα οποία μοιράστηκαν με γενναιοδωρία οι καλλιτέχνες και οι οικογένειές τους. Μπορείτε να επιλέξετε τους συνδέσμους για μια διεισδυτική ματιά στις προσωπικές αφηγήσεις αυτών των γυναικών, οι οποίες μαρτυρούν την εμπειρία και την επίδρασή τους στην κεραμική παραγωγή του κυκλαδίτικου νησιού.

Αλληλεπικαλυπτόμενες ιστορίες καταγωγής

Ενώ φυσικά υπάρχουν και άλλες αξιόλογες γυναίκες που έχουν συνεισφέρει με τη σειρά της στη σιφνιώτικη κεραμική στην πορεία των ετών, η Ζωή Κεραμέα, η Νταϊάν Κατσιαφίκα και η Κατέ Λεμπέση έχουν το προνόμιο να συγκαταλέγονται στις πρώτες γυναίκες που αναφέρονται στο διευρυνόμενο αρχείο του Δικτύου Αρχιπέλαγος για διάφορους λόγους. Η ιστορία της ενσωμάτωσής τους στη ζωή των ντόπιων αγγειοπλαστών (τόσο «εκτός» όσο και «εντός» του νησιού) καταδεικνύει την ανεκτίμητη αξία τους για την ανάπτυξη διαπολιτισμικών καλλιτεχνικών ανταλλαγών ανάμεσα στη σύγχρονη τέχνη και στην παράδοση μιας τεχνικής – κάτι που μπορεί να τονώσει το καλλιτεχνικό φαντασιακό όλων των εμπλεκόμενων πλευρών.

Η Κεραμέα και η Κατσιαφίκα έχουν ελληνική καταγωγή, αν και η Κατσιαφίκα γεννήθηκε στο εξωτερικό. Αντίθετα από τη Λεμπέση, η οποία έζησε όλη της τη ζωή στη Σίφνο, αυτές οι δύο πολυμεσικές καλλιτέχνιδες μεγάλωσαν και ανατράφηκαν σε διάφορα αστικά περιβάλλοντα. Η επαγγελματική τους κατάρτιση ενίσχυσε τις ακραιφνώς κοσμοπολίτικες καταβολές τους, ωστόσο αμφότερες συνέχισαν να μελετούν σε βάθος την ιστορία της Μεσογείου και την τοπική κουλτούρα. Διατηρώντας σπίτια τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής, κάθε καλλιτέχνις καλλιέργησε μια παρουσία που γεφύρωνε αυτούς τους διαμετρικά αντίθετους κόσμους (η Ζωή μοίραζε τον χρόνο της ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και στο πατρικό της στο Παλαιό Φάληρο, ενώ η Νταϊάν ανάμεσα στη Μινεάπολη της Μινεσότα και στο Κόκκινο Λιμανάκι της Ραφήνας). Προτού ξεκινήσουν να συνεργάζονται με τους παραδοσιακούς αγγειοπλάστες της Σίφνου, και οι δύο γυναίκες είχαν ήδη κάνει καριέρα ως καλλιτέχνιδες, παρουσιάζοντας έργα τους στη διεθνή σκηνή της σύγχρονης τέχνης. Και οι δύο συνέχιζαν να τηρούν με το ίδιο πάθος τη δέσμευσή τους για ενδελεχή έρευνα – άλλωστε γι’ αυτές η έρευνα ήταν το βασικό μέσο παραγωγής των έργων τους, τα οποία εμφορούνται από την αίσθηση της υλικότητας και έχουν παρουσιαστεί σε μεγάλους χώρους πολιτισμού στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα, στην Κίνα, στο Ιράν και στην Αυστραλία.

Οι καλλιτεχνικές τους ευαισθησίες έχουν αξιοσημείωτες αποκλίσεις: Η Κεραμέα εκφράζεται μέσα από τη σπονδυλωτή λογική ακριβείας μιας μαθηματικού που διακρίνεται από ποιητικότητα αλλά και σχολαστικότητα, ενώ η Κατσιαφίκα ακολουθεί μια πιο αυθόρμητη, λυρική και ζωγραφική προσέγγιση στη δημιουργία αναλογικών και ψηφιακών έργων που αντλούν από την ιστορία. Ωστόσο, οι διαδρομές της ζωής τους έχουν ενδιαφέρουσες αντηχήσεις. Το 1981 η Κεραμέα αποφοίτησε με τον τίτλο της Meisterschülerin στη χαρακτική από την Ανωτάτη Σχολή των Τεχνών του Βερολίνου (Universitaet der Kuenste-Berlin) – την πόλη στην οποία βρέθηκε τέσσερα χρόνια νωρίτερα και η Κατσιαφίκα με υποτροφία του ιδρύματος DAAD, ώστε να μελετήσει την αναβίωση του γερμανικού εξπρεσιονισμού και να κάνει έρευνα σχετικά με τις διαδικασίες κατασκευής χειροποίητου χαρτιού. Επιπλέον, και οι δύο γυναίκες διακρίθηκαν την ίδια σχεδόν περίοδο με υποτροφίες του Ιδρύματος Fulbright, οι οποίες τους επέτρεψαν να διασχίσουν τον Ατλαντικό Ωκεανό προς αντίθετες κατευθύνσεις. Η υποτροφία έδωσε τη δυνατότητα στην ελληνικής καταγωγής Κεραμέα να μείνει στη Νέα Υόρκη το 1989 ώστε να διεξαγάγει έρευνα για τη ζωητυπία (μια νέα τεχνική βαθυτυπίας σε δύο στάδια με τη χρήση μήτρας), ενώ η αντίστοιχη της Κατσιαφίκα το 1990 της χάρισε μια ανάπαυλα από τα καθήκοντά της ως Καθηγήτριας στο Τμήμα Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Μινεσότα· εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη των αφηγηματικών δομών της βυζαντινής νωπογραφίας. Συμπτωματικά, και οι δύο καλλιτέχνιδες κατά την περίοδο της υποτροφίας τους εξέτασαν ενεργά τη σχέση ανάμεσα στις δισδιάστατες και στις τρισδιάστατες μορφές, χρησιμοποιώντας το χαρτί ως βασικό υλικό.

Για μια βαθύτερη κατανόηση των ξεχωριστών καλλιτεχνικών πρακτικών και ευρύτερων εννοιολογικών αναζητήσεων των καλλιτέχνιδων, επισκεφτείτε τον ιστότοπο της Ζωής Κεραμέα και διαβάσετε ένα πληροφοριακό κείμενο της Els Hanappe με αφορμή την έκθεση της Κεραμέα «Enfolded Paper» το 2012 και τη συνεργασία της με την γκαλερί Siakos.Hanappe House of Art. Επισκεφτείτε επίσης τον ιστότοπο της Νταϊάν Κατσιαφίκα και δείτε μια συνέντευξη της καλλιτέχνιδας από το 1992.

Σε αντίθεση με τις συνοδοιπόρους της, η εκπαίδευση της Κατερίνας Λεμπέση απέκτησε σχήμα και μορφή στο νησί της Σίφνου. Ανέπτυξε το χαρακτηριστικό της ύφος στη λαϊκή παράδοση καλλιεργώντας τη γη και συντηρώντας την οικογένειά της και το αγγειοπλαστείο τους, ενώ ήταν πάντα ιδιαίτερα ανοιχτή στη σύσφιξη των δεσμών της με την κοινότητα και στη διερεύνηση νέων καλλιτεχνικών δυνατοτήτων – τεχνικών που μπορεί να αφορούσαν τη ζωγραφική πάνω σε κεραμικά αγγεία ή ακόμα και πάνω σε χαρτί με ακουαρέλες.

Μαζί με τον σύζυγό της τον Μανώλη, με τον οποίο παντρεύτηκαν το 1950, ίδρυσαν το εργαστήριο κεραμικής «Λεμπέσης» στη Χερρόνησο, ένα ψαροχώρι στη βόρεια πλευρά του νησιού. Εκεί, τους χειμερινούς μήνες, η οικογένεια με τα τρία της παιδιά εργαζόταν ακατάπαυστα δουλεύοντας με το χέρι τον πηλό που είχε μάζεψε από τον τόπο τους. Τον υπόλοιπο χρόνο χρησιμοποιούσαν τον προπαρασκευασμένο πηλό και το υάλωμα για να δημιουργήσουν παραδοσιακά σκεύη για την κουζίνα – όπως το τσικάλι, το μαστέλο, το γιουβέτσι, τη φουφού και τη στάμνα, που ήταν και τα πιο δημοφιλή προϊόντα της επιχείρησής τους.

Η κυρία Κατέ δεν χρησιμοποιούσε αυτά τα κεραμικά σκεύη μόνο για να τα διακοσμήσει με την παραδοσιακή τεχνική (πλούμισμα), αλλά και για να προετοιμάσει τα γεύματα της οικογένειας. Κάθε πράγμα έπρεπε να γίνει με ξεχωριστή μαεστρία: το πάτημα της ελιάς κάθε Οκτώβρη στον παραδοσιακό πέτρινο μύλο της οικογένειας στον οικισμό του Αρτεμώνα· η χειροποίητη μανούρα, ένα τυρί που αλατιζόταν με θαλασσινό νερό· η φροντίδα του μποστανιού και η συγκομιδή αρωματικών βοτάνων· το ζύμωμα του ψωμιού που θα ψηνόταν στον ξυλόφουρνο· αλλά και η σφαγή των ζωντανών – μια δεξιότητα που της είχε μάθει ο πατέρας της, ώστε να περιλαμβάνει η μαγειρική της τέχνη πιάτα με κρέας.

Παρά τις δύσκολες συνθήκες που χαρακτήριζαν τη ζωή στο νησί πριν από την έλευση των ασφαλτοστρωμένων δρόμων και του ηλεκτρικού ρεύματος, στο τέλος κάθε εργάσιμης εβδομάδας η Κατέ Λεμπέση θα υποδεχόταν φίλους και εργάτες –μεταξύ άλλων και σφουγγαράδες ή ψαράδες που δούλευαν στην περιοχή–, κόσμο που τραβούσαν οι μαγειρικές γεύσεις, η συντροφικότητα και το μουσικό ταλέντο της οικογένειας, στοιχεία που η ίδια καλλιεργούσε στο σπιτικό της. Σε ένα βίντεο-πορτρέτο που γύρισε το 2006 ο καθηγητής Τομ Λέιν –μια παραγωγή που είχε τη χρηματοδότηση του Πανεπιστημίου της Μινεσότα και ολοκληρώθηκε με τη βοήθεια της Νταϊάν Κατσιαφίκα– η Κατέ Λεμπέση εμφανίζεται στον φακό κρατώντας μια φωτογραφία του εκλιπόντος συζύγου της. Όταν περιγράφει τη ζωή τους στο αγγειοπλαστείο, το πρόσωπό της αστράφτει: «στη Χερόννησο ήτανε όλα δύσκολα, ήτανε κουραστικά, αλλά εμείς το διασκεδάζαμε, ήμαστε σε καλή ηλικία και πάντα με το τραγούδι και με το χαμόγελο, περνούσε η ζωή μας, περνούσε ωραία, ήτανε φτωχά, αλλά περνούσαμε καλά».

Αυτές οι οικείες συναναστροφές συνεχίστηκαν και μετά τον θάνατο του συζύγου της του Μανώλη, και όταν ο γιος της ο Γιάννης μετέφερε το οικογενειακό αγγειοπλαστείο στην Αγία Άννα τη δεκαετία του ’80. Εκεί η Κατέ συνέχισε να διακοσμεί τις επιφάνειες των παραπεταμένων αγγείων, καθώς και να λειτουργεί «συγκολλητικά» για τη λειτουργία του αγγειοπλαστείου: Μαγείρευε διάφορα γεύματα, τραγουδούσε παραδοσιακούς σκοπούς, έγραφε ποιήματα που θύμιζαν τα δίστιχα των κρητικών μαντινάδων, καθάριζε το εργαστήριο, κούρευε από καιρού εις καιρόν συγγενείς και φίλους, και συνέχιζε να γοητεύει επισκέπτες και επισκέτριες με το αστείρευτο πάθος της για τη διακόσμηση των κεραμικών.

Μετά τη συνάντησή της με την Νταϊάν Κατσιαφίκα το 1999, η Κατέ άρχισε να εξελίσσει την τάση της να ζωγραφίζει μόνο εμβληματικές, μετωπικές εικόνες, αφήνοντας το λευκό χρώμα να ξεχειλίζει στην ωχρή επιφάνεια του πηλού. Η Κατσιαφίκα τής έδειξε εναλλακτικούς τρόπους αναπαράστασης της χλωρίδας και της πανίδας σε ιστορικές πηγές. Οι δυο τους δέθηκαν με βαθιά φιλία. Στις σελίδες που ακολουθούν θα διερευνήσουμε περαιτέρω αυτόν τον δυναμικό δημιουργικό διάλογο και την καλλιτεχνική αλληλεπίδραση των δύο γυναικών.

Ακούστε εδώ την Νταϊάν Κατσιαφίκα να μιλάει για την κουζίνα της κυρίας Κατέ στο αγγειοπλαστείο (στα αγγλικά). 

Και διαβάστε εδώ μια συνέντευξη που έδωσε το 2015 η Κατέ Λεμπέση στην Ηρώ Κεραμίδα για το περιοδικό You Are Here του 2015 (εκδίδεται μια φορά τον χρόνο στη Σίφνο από τον όμιλο Free Press), όπου περιγράφει το σπίτι της και τη δημιουργική της ζωή ως ζωγράφου σε κεραμικά και χαρτί.

Η έκθεση του 1999 στη Μονή Φυρογίων

Η Ζωή Κεραμέα και η Νταϊάν Κατσιαφίκα, λόγω των κοινών δεσμών τους με την Ελλάδα και τη σύγχρονη καλλιτεχνική πρακτική, δεν ήταν άγνωστες μεταξύ τους, όταν η καλλιτέχνις και γκαλερίστα Πόπη Κρούσκα τις προσκάλεσε να συμμετάσχουν σε ένα πρότζεκτ που επιμελήθηκε η ίδια και παρουσιάστηκε στη Μονή Φυρογίων στη Σίφνο, με τίτλο Φυρόγια 1999: Έκθεση έντεκα εικαστικών καλλιτεχνών σε συνεργασία με τα εργαστήρια κεραμικής του νησιού. ο προσωπικό ενδιαφέρον της Κρούσκα για τον πηλό σε συνδυασμό με την αγάπη που έτρεφε για το νησί της Σίφνου την ώθησαν σε αυτή την προσπάθεια να φέρει κοντά σύγχρονους καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες –που στην πλειονότητά τους δεν είχαν ξαναδουλέψει με τον πηλό– με ντόπιους παραδοσιακούς αγγειοπλάστες, για να ετοιμάσουν συνεργατικά μια έκθεση στα Φυρόγια. Σε συνεννόηση με τους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες, η Κρούσκα έφτιαξε ομάδες καλλιτεχνών/τεχνιτών, οι οποίες επεξεργάστηκαν ιδέες, σχεδίασαν και κατασκεύασαν κεραμικά αντικείμενα που στη συνέχεια εγκατέστησαν σε διάφορους χώρους στο μοναστήρι Φυρογίων και στα παρακείμενα ερείπια.

Οι καλλιτέχνες που συμμετείχαν στην έκθεση ήταν οι: Δημήτρης Χρηστίδης, Νίκη Καναγκίνη, Ίνγκριντ Φραγκαντώνη, Νταϊάν Κατσιαφίκα, Ζωή Κεραμέα, Χάρης Κοντοσφύρης, Πόπη Κρούσκα, Γιάννης Μίχας, Μίνως Ορφανός, Κάτια Ρόκα και Άγγελος Σκούρτης. Οι ντόπιοι αγγειοπλάστες που συνεργάστηκαν με τους παραπάνω καλλιτέχνες ήταν οι: Γιάννης Αποστολίδης, Αντώνης Ατσόνιος, Γιάννης Δεπάστας, Γιώργος Εξιλζές, Φραντζέσκος Λεμονής, Γιάννης Λεμπέσης και Γιάννης Ποδότας. 

Οι δρόμοι της Κεραμέα και της Κατσιαφίκα διασταυρώθηκαν ξανά στις εργασίες για την εγκατάσταση στα Φυρόγια, σε μια συνάντηση που έμελλε να οδηγήσει σε μια μακρόχρονη συνεργασία με τους ντόπιους ομότεχνούς τους από τα σιφνέικα αγγειοπλαστεία.

Για την έκθεση Φυρόγια 1999, η Κεραμέα συνεργάστηκε με τον Αντώνη Ατσόνιο για να κατασκευάσει μια σειρά από φόρμες που περιελάμβαναν κυλικόσχημες φρουτιέρες, δίπυρα (εφυαλωμένα) μπουκάλια, κηροπήγια και δύο είδη σπονδυλωτών γλυπτών (το ένα μοιάζει με κάμπια με τρεις στρογγυλές φόρμες ενώ το άλλο με βλαστό μπαμπού με καμπυλωτές επιφάνειες). Η Κεραμέα έδειξε στον Ατσόνιο σχέδια με τις φόρμες που ήθελε να κατασκευάσει, φόρμες που ο ίδιος δεν είχε ξαναδουλέψει στο παρελθόν. Ο Ατσόνιος χώρισε τη φόρμα σε τρία επιμέρους σχήματα, δουλεύοντας κάθε μέρος ξεχωριστά, για να τα ενώσει έπειτα σε μια ενιαία μορφή, η οποία αποδίδει τη σπονδυλωτή κατασκευή που χαρακτηρίζει και τα προηγούμενα έργα της Κεραμέα. Παραπέμποντας στον ιερό χώρο που θα φιλοξενούσε τα έργα, οι μορφές αυτές απηχούσαν διακριτικά τις ιερές τριάδες της βυζαντινής θεολογίας, με τα κηροπήγια να υπενθυμίζουν την παρουσία της φωτιάς στις τελετουργίες της Ορθοδοξίας.

Η προετοιμασία μιας σύνθετης εγκατάστασης σε τόσο σύντομο χρονικό περιθώριο ανέδειξε ιδιαίτερες προκλήσεις. Όπως εξηγεί ο Ατσόνιος στο βίντεο-πορτρέτο του για το Δίκτυο Αρχιπέλαγος, ο πηλός απαιτεί μεγάλη υπομονή, καθώς το στέγνωμά του είναι μια διαδικασία αργή, που επηρεάζεται εύκολα από το περιβάλλον: «Όσο και να τρέχεις, δεν μπορείς να κάνεις κάτι παραπάνω από αυτό που γίνεται». Μέρος των εντατικών εργασιών ήταν και η προετοιμασία του μεγάλου κλιβάνου για το ψήσιμο των κεραμικών. Ωστόσο, επειδή δεν υπήρχε χρόνος για επιπλέον ψησίματα, οι καλλιτέχνες έπρεπε εξαρχής να υπολογίσουν την ακριβή ποσότητα των κεραμικών που θα χρειάζονταν για την εγκατάσταση στο μοναστήρι. Η Κεραμέα υπολόγισε προσεκτικά τον αριθμό των αντικειμένων που θα μπορούσαν να γεμίσουν τον κλίβανο και σχεδίασε ενότητες γλυπτών, έτσι ώστε να τοποθετηθούν το ένα δίπλα στο άλλο, σαν κομμάτια παζλ, με τις κοίλες και τις κυρτές επιφάνειες σχεδόν να κουμπώνουν μεταξύ τους. 

Στις συνεντεύξεις που έδωσαν οι δύο συνεργάτες στη συγγραφέα τον Ιούνιο και τον Οκτώβριο του 2023, η Κεραμέα περιγράφει με ενθουσιασμό τον τρόπο με τον οποίο ο Ατσόνιος κατανόησε τα σχέδιά της για τις κυλικόσχημες φρουτιέρες, αποδίδοντάς τα με ακρίβεια στην κεραμική φόρμα: «Ήταν σαν να κατείχε ήδη αυτές τις αρχαίες φόρμες. Είχε μια τόσο βαθιά κατανόηση του υλικού του, σαν να ήταν στο αίμα του». Ο Ατσόνιος σημείωσε πως δεν είχε σκεφτεί ποτέ να αναπαραγάγει ιστορικές φόρμες αγγείων πέρα από τα καθιερωμένα σχήματα που γνώριζε μέσα από τη μακρά οικογενειακή του παράδοση στην αγγειοπλαστική. Η εμπειρία αυτή ήταν μια «αποκάλυψη» για τον ίδιο, όπως και τα χρώματα με τα οποία επέλεξε να δουλέψει η Κεραμέα, τα οποία απηχούν και αναδεικνύουν τις αποχρώσεις του περιβάλλοντος τοπίου στο Βαθύ, όπως φαίνεται και στη φωτογραφία λίγο παραπάνω. «Η χρωματική παλέτα που επέλεξε η Ζωή μ’ επηρέασε βαθιά», αναφέρει ο Ατσόνιος, «και ήταν κάτι που μου έδωσε κίνητρο και έμπνευση για τη μελλοντική δουλειά μου». Χάρη στον αμοιβαίο θαυμασμό και σεβασμό που προέκυψε από τη συνεργασία τους, η Κεραμέα και ο Ατσόνιος αποφάσισαν να ενώσουν δυνάμεις και για την τοποθέτηση των αντικειμένων στις εγκαταστάσεις της Μονής, αξιοποιώντας τα αρχιτεκτονικά στοιχεία στο εσωτερικό ενός παρεκκλησιού (προεξοχές, κόγχες κ.λπ.), αλλά και ένα ερείπιο στον υπαίθριο χώρο.

Αυτή η πρώτη εμπειρία της έκθεσης στα Φυρόγια το 1999 έβαλε τα θεμέλια για μια σταθερή συνεργασία που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Στη συζήτησή μας σε μια παραθαλάσσια ταβέρνα το καλοκαίρι του 2023, η Κεραμέα εξήγησε ότι εκείνο το πρώτο συνεργατικό πρότζεκτ κύλησε τόσο ομαλά επειδή βασίστηκε σε κοινές αξίες και έναν κοινό τρόπο αντίληψης της καλλιτεχνικής πρακτικής:

«Βρήκαμε κάτι κοινό ο ένας στον άλλον. Εκείνος αγαπούσε τη δουλειά του κι εγώ τη δική μου, έδειχνε προσήλωση και προσοχή στη λεπτομέρεια όπως κι εγώ. Ήταν  σοβαρός, ειλικρινής και άμεσος, όπως νομίζω ήμουν κι εγώ. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι πολύτιμα. Αντιλαμβανόταν επίσης πολύ καλά τις φόρμες και τα σχήματα, και αυτό ήταν πολύ ενθαρρυντικό για μένα». 

Σύμφωνα με την ίδια, στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας χρειάστηκε να προσαρμόσει τον τρόπο που συνήθιζε να εργάζεται. Στον κοινόχρηστο χώρο του αγγειοπλαστείου βρέθηκε αρκετές φορές να φροντίζει τη μικρή κόρη του Ατσόνιου, να σταματά τη δουλειά όταν έφτανε η ώρα να μοιραστούν κάποιο γεύμα, αλλά και να χρησιμοποιεί την ευχέρειά της στις ξένες γλώσσες για να συνεννοηθεί με τουρίστες που τριγύριζαν στον χώρο ζητώντας να μάθουν περισσότερα για την παραγωγή των κεραμικών ή να αγοράσουν κάποιο από τα προϊόντα. Αυτό το περιβάλλον ήταν εντελώς ξένο για μια καλλιτέχνιδα που είχε συνηθίσει να εργάζεται μόνη, σε ένα ήσυχο και απομονωμένο στούντιο σε μια πόλη. Κάπως έτσι, η συνεργασία αυτή είχε καθοριστική επίδραση στην ίδια, οδηγώντας σε μια μακρόχρονη, στενή φιλία με όλη την οικογένεια.

Στο πλαίσιο της έκθεσης Φυρόγια 1999, η Νταϊάν Κατσιαφίκα σχεδίασε τοποειδικά (site-specific) έργα για την κουζίνα του μοναστηριού. Όταν η Πόπη Κρούσκα τής ζήτησε να συνεργαστεί με τον Γιώργο Εξιλζέ, η Κατσιαφίκα τον ρώτησε αν θα ήταν πρόθυμος να καταπιαστεί με συγκεκριμένα οικιακά αντικείμενα (π.χ. πιάτα, μπολ και δοχεία – σκεύη δηλαδή που χρησιμεύουν στο μαγείρεμα και στο φαγητό). Αν και δεν συνήθιζε να φτιάχνει τέτοιες φόρμες, ο Εξιλζές συμφώνησε. Οι κεραμικές αυτές μορφές θα χρησίμευαν στη συνέχεια ως επιφάνειες για διάφορες επιγραφές σχετικές με το φαγητό: κείμενα που επέλεξε η Κατσιαφίκα γραμμένα από αγαπημένους της Έλληνες ποιητές, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Γιώργος Σεφέρης, η Μαρία Λαϊνά και η Τζένη Μαστοράκη. Το σχέδιο της Κατσιαφίκα ήταν να εγγράψει τα ελληνικά τα κείμενα πάνω στα κεραμικά του Εξιλζέ, έτσι ώστε οι δύο συνεργάτες να γεφυρώσουν τη γλωσσική απόσταση διαβάζοντας και συζητώντας κάθε ποίημα τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά. Όταν όμως η Κατσιαφίκα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το ποίημα του nομπελίστα Οδυσσέα Ελύτη «Στην αυλή των προβάτων» από το Άξιον Εστί, οι δύο τους σκέφτηκαν να ζητήσουν τη συνδρομή ενός άλλου αγγειοπλάστη ο οποίος θα μπορούσε εύκολα να κατασκευάσει ένα μαστέλο (ένα μεγάλο δοχείο για το μαγείρεμα του κρέατος στον φούρνο). Ο Γιάννης Λεμπέσης συνεργαζόταν ήδη με αρκετούς καλλιτέχνες της έκθεσης, όμως ως μάστορας του μαστέλου συμφώνησε να φτιάξει το σκεύος – ένα τόσο μεγάλο, μάλιστα, που θα χωρούσε ολόκληρο αρνί. Έτσι, η Κατσιαφίκα άρχισε να περνάει χρόνο στο αγγειοπλαστεία της οικογένειας Λεμπέση.

Την επόμενη χρονιά η Κατσιαφίκα έλαβε άλλη μια πρόσκληση να συμμετάσχει στο εγχείρημα στα Φυρόγια. Αυτή τη  φορά η επιμελήτρια Μαρία Μαραγκού τής ανέθεσε να συνεργαστεί με τον Νίκο Ραβιόλο, για να φτιάξει και πάλι έργα για την κουζίνα του μοναστηριού. Η Κατσιαφίκα άρχισε λοιπόν να ερευνά το γαστρονομικό και φυσικό τοπίο της περιοχής. Το πλάνο της ήταν να κατασκευάσει έντεκα χρηστικά αγγεία, ο ζωγραφικός διάκοσμος των οποίων θα σχετιζόταν με συνταγές της μεσογειακής κουζίνας: πιάτα που περιλαμβάνουν ντόπια φυτά, μυρωδικά και βότανα, όπως πέταλα παπαρούνας, φύλλα πικραλίδας, κάπαρη, αλλά και κρασί αρωματισμένο με δεντρολίβανο, ακόμη και πιάτα με βασιλικό και τσάι με φύλλα φράουλας. Όταν χρειάστηκε να κατασκευάσουν ένα μεγάλο μπολ για τα κόλλυβα (το γνωστό παραδοσιακό πιάτο από βρασμένους σπόρους σιταριού και σπόρια από ρόδι που μοιράζεται στα ελληνορθόδοξα μνημόσυνα εις μνήμην των νεκρών), η Κατσιαφίκα και ο Ραβιόλος στράφηκαν και πάλι στο γειτονικό τους αγγειοπλαστείο Λεμπέση.  Ο Ραβιόλος είχε μαθητεύσει στο πλευρό του Γιάννη Λεμπέση, που ήταν θείος του, ωστόσο δεν έμαθε ποτέ να κατασκευάζει μεγάλα αγγεία εξαιτίας ενός τραυματισμού του σε παιδική ηλικία. Επιχειρώντας να υλοποιήσουν το σχέδιο της Κατσιαφίκα, οι τρεις τους συνεργάστηκαν στενά, αντλώντας έμπνευση από μια έκθεση που έτρεχε τότε στο Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης (η καλλιτέχνις είχε μαζί της ένα αντίτυπο του καταλόγου με εικόνες, σχήματα, υαλώματα και δείγματα της τεχνικής σκγραφίτο από τη βυζαντινή εποχή).

Όπως σημειώνει η Κατσιαφίκα στον κατάλογο του Fyrogia Project 2000: «Οι αγγειοπλάστες, σχεδόν διά μαγείας, έφτιαξαν φόρμες που μπορούσα μόνο να ζωγραφίσω, κι εγώ με τη σειρά μου ζωγράφισα εικόνες με τις οποίες αισθάνονταν ότι εμπλουτίζεται το λεξιλόγιό τους. Όταν εργαζόμασταν για την κατασκευή ενός αγγείου και τη διακόσμηση της κεραμικής επιφάνειας, υπήρχε μια προσπάθεια που κανένας μας δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει χωρίς τον άλλο. Αυτή είναι άλλωστε και η ουσία της συνεργασίας».

Ακούστε παρακάτω την Κατσιαφίκα να μιλάει για την εμπλοκή της στην έκθεση στα Φυρόγια (στα αγγλικά). 

Ζωή Κεραμέα + Κεραμικά Ατσόνιος: Μια συνεργασία σε εξέλιξη

Η παρουσία της Κεραμέα στο εργαστήριο του Ατσόνιου δεν περιορίζεται απλώς στη συνάντησή τους το 1999 και την έκθεση στα Φυρόγια, αλλά εκτείνεται τόσο στο μέλλον όσο και στο παρελθόν. Οι πρώτες της αναμνήσεις από την κεραμική έχουν τις ρίζες τους στο πρώτο ταξίδι που έκανε στη Σίφνο μαζί με φίλους το 1978, όταν ακόμα ήταν μεταπτυχιακή φοιτήτρια, ακολουθώντας τις ενθουσιώδεις συστάσεις των γονιών της που είχαν επισκεφτεί το νησί την προηγούμενη χρονιά. Τότε το νησί δεν είχε ρεύμα, ούτε όμως και πολλούς δρόμους, γι’ αυτό οι επισκέπτες και επισκέπτριες συνήθως κατέβαιναν με βάρκα κοντά στην εκκλησία των Ταξιαρχών στο Βαθύ και στη συνέχεια ξεκουράζονταν στη γειτονική ταβέρνα του Κορακή, στην οποία συστεγαζόταν και ένα πανδοχείο. Καθώς μαγεύτηκε αυτοστιγμεί από τις κομψές κολοκυθόσχημες κεραμικές στάμνες που είδε στην ταβέρνα, η Κεραμέα ζήτησε να μάθει την προέλευσή τους. Τότε ο ιδιοκτήτης τής έδειξε το αγγειοπλαστείο του Ατσόνιου στην άλλη μεριά του κόλπου. Μετά το γεύμα τους, οι ταξιδιώτες αναχώρησαν για μια μεγάλη πεζοπορία μοναδικής ομορφιάς δίπλα στη θάλασσα, διασχίζοντας τους αμμόλοφους και τους χαρακτηριστικούς σιφνιακούς βράχους του κόλπου.

Όταν επιτέλους κατέφτασε η παρέα στο εργαστήριο, ο μαστρο-Γιάννης Ατσόνιος, ο πατέρας του Αντώνη, άδειαζε το μεγάλο καμίνι. Οι επισκέπτες και επισκέπτριες σύντομα εξοικειώθηκαν με τις πρακτικές κεραμικής του εργαστηρίου και αγόρασαν για ενθύμιο μερικά χρηστικά αντικείμενα. Με το που εξέφρασαν τον θαυμασμό τους για την αριστοτεχνική λεπτότητα των κεραμικών του, ο μαστρο-Γιάννης εξήγησε ότι έκαναν τα χείλη λεπτά ώστε να μπορούν να φορτώνουν περισσότερα αντικείμενα στα εμπορικά σκάφη, καθώς φορολογούνταν σύμφωνα με το βάρος και όχι με την ποσότητα των τεμαχίων. Η Κεραμέα δεν επιβεβαίωσε ποτέ αυτή την ιστορία, γιατί διατηρούσε την υποψία ότι τα λόγια του μαστρο-Γιάννη έκρυβαν την ταπεινοφροσύνη του – άλλωστε, χάρη στη δεξιοτεχνία του, είχε αποκτήσει τη φήμη ενός από τους καλύτερους εν ζωή αγγειοπλάστες στην Ελλάδα εκείνης της εποχής. Δεκαεννιά χρόνια αργότερα, όταν επέστρεψε στο νησί για να βάλει μπρος την έκθεση στα Φυρόγια, η Κεραμέα θυμήθηκε την ομορφιά του τοπίου της περιοχής. Ως φανατική κολυμβήτρια, ζήτησε να εργαστεί στο Βαθύ, ανακαλώντας το χωριό που βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα. Μόνο αφού έφτασε στα Κεραμικά Ατσόνιος και συνάντησε τον γιο του μαστρο-Γιάννη, τον Αντώνη, συνειδητοποίησε ότι  εκεί φτιάχτηκε αυτή η βαθυγάλανη στάμνα που είχε εντυπωθεί στη μνήμη της  – ένα αντικείμενο που ο Αντώνης δεν θυμόταν με τίποτα. Αρκετά χρόνια αργότερα και μετά από αλλεπάλληλες συνεργασίες, ο σύζυγος της Κεραμέα, ο Τζέιμς Γιανγκ, εντόπισε συμπτωματικά μια από τις λίγες στάμνες που είχαν απομείνει στην ταβέρνα του Κορακή.

Τελικά, λίγο προτού βάλει λουκέτο αυτή η οικογενειακή επιχείρηση, ο ιδιοκτήτης χάρισε το γαλαζοπράσινο σκεύος στην καλλιτέχνιδα· αυτή με τη σειρά της το επέστρεψε αμέσως στην οικογένεια Ατσόνιου, αναγνωρίζοντας την πολιτισμική του αξία και τιμώντας τη δυναμική παρουσία του παππού, μεγαλώνοντας την ιδιωτική συλλογή κεραμικών της οικογένειάς τους. Κατά κάποιον τρόπο, η Κεραμέα επιδεικνύει με συνέπεια το εξαιρετικό της ταλέντο στην αρχειονομία. Με την επιμονή μιας αφοσιωμένης ιστορικού τέχνης, κατέγραψε φωτογραφικά την πορεία της συνεργασίας τους για ένα τέταρτο του αιώνα, μνημονεύοντας πάντα την αγγειοπλαστική του Ατσόνιου κάθε φορά που παρουσίαζε στο εξωτερικό ή στο διαδίκτυο τα έργα που δημιούργησαν από κοινού.

Ακούστε τη Ζωή να περιγράφει αυτή τη μοιραία στάμνα νερού και πώς αυτή άθελά της την οδήγησε πίσω στη δημιουργική σφαίρα της οικογένειας Ατσόνιου (στα αγγλικά).

 

Καθώς η συναναστροφή τους στα Φυρόγια ήταν τόσο γόνιμη, η Κεραμέα άρχισε να οραματίζεται νέους τρόπους για τη συνέχιση αυτής της συνεργασίας. Έχοντας πλέον εξοικειωθεί με τον πηλό ως υλικό, διερωτήθηκε αν θα μπορούσε να συνεργαστεί με τον Ατσόνιο για να επεκτείνει τις ιδέες που δοκίμαζε σε άλλα μέσα. Είχε μεγάλη περιέργεια να ανακαλύψει αν θα μπορούσε να ενσωματώσει χαρτοκοπτικά στη διακόσμηση των κεραμικών, επομένως επέστρεψε στο Βαθύ τον Φεβρουάριο του 2000 για να πειραματιστεί με τον Αντώνη πάνω στη συγκεκριμένη τεχνική. Τα πειράματα ήταν επιτυχημένα, κι έτσι η Κεραμέα έκτοτε θα επέστρεφε στο νησί τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο (με εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας του COVID-19), ώστε να εφαρμόσει αυτή την τεχνική σε κεραμικές επιφάνειες  δίσκων ή πλακακιών και μπολ που θα διακοσμούνταν με την τεχνική του σγκραφίτο.

Αυτή η εργώδης διαδικασία, την οποία η Κεραμέα έχει τεκμηριώσει εκτενώς, περιλαμβάνει συγκεκριμένα στάδια: α. Πρώτα τοποθετείται το χαρτοκοπτικό στη νοτισμένη επιφάνεια του πηλού.  β. Μετά βρέχεται το χαρτί. γ. Στη συνέχεια εφαρμόζεται το επίχρισμα. δ) Τέλος, αφαιρείται το χαρτί όταν στεγνώσει το επίχρισμα. Σε αυτό το τελευταίο στάδιο, το επίχρισμα θα πρέπει να απομακρυνθεί προσεκτικά από το περίγραμμα του σχεδίου με μαχαίρι ακριβείας (τύπου X-Acto) πριν από το ψήσιμο. Σε μια δεύτερη φάση, η καλλιτέχνις συμμετέχει στη δημιουργία πλακακιών και μπολ με την τεχνική του σγκραφίτο, αλλά αυτή τη φορά ζωγραφίζοντας απευθείας πάνω στην επιφάνεια του επιχρίσματος και σκαλίζοντας το σχέδιο ώστε να προκύψει ένα ανάγλυφο. Στο τέλος, στην επιφάνεια του πηλού, που έχει λευκό χρώμα ή το χρώμα της ώχρας,  εμφανίζεται συνήθως μια γεωμετρική μάνταλα ή ένα δυναμικό γραμμικό μοτίβο – μια εικόνα που σχετίζεται και με τα προηγούμενα έργα της.

Από περιέργεια να μάθει για προηγούμενες εφαρμογές κάποιας παρόμοιας τεχνικής, η Κεραμέα άρχισε να κάνει έρευνα σε βιβλιοθήκες – ώσπου ανακάλυψε ότι οι Κινέζοι ήταν αυτοί που την επινόησαν, αν και συχνά θα την εγκατέλειπαν για να την ξαναπιάσουν με σκοπό να την κάνουν λιγότερο κοπιαστική. Αν και η ίδια δεν έχει δει ποτέ από κοντά ένα αυθεντικό κινεζικό βάζο φτιαγμένο με αυτή την τεχνική, εντόπισε μια εικόνα στο βιβλίο του Νάιτζελ Γουντ Chinese Glazes: Their Origins, Chemistry and Recreation (εκδόσεις University of Pennsylvania Press, 1999). Αυτό είναι που οδήγησε την Κεραμέα να αναζητήσει περισσότερες εικόνες στο ψηφιακό αρχείο του Μουσείου Victoria and Albert του Λονδίνου. Όπως και στην περίπτωση του Ατσόνιου, στα χέρια του οποίου έμοιαζε να έχει ριζώσει μια αρχέγονη ανάμνηση ενός κυλικόσχημου αγγείου, έτσι και η αφοσίωση της Κεραμέα στην τέχνη της χαρτοκοπτικής έμοιαζε να της επιτρέπει να εκφράζει ακούσια τις διαπολιτισμικές της καταβολές.

Ακούστε εδώ τη Ζωή να περιγράφει την εμπειρία της συνεργασίας της με τα Κεραμικά Ατσόνιος σε μια συνέντευξη με τη συγγραφέα η οποία ηχογραφήθηκε τον Οκτώβριο του 2023, κατά τη διάρκεια ενός δείπνου σε μια ταβέρνα στον Πλατύ Γιαλό (στα αγγλικά).

Σε ό,τι αφορά την πρακτική τους, οι όροι της συμφωνίας συναλλαγής ανάμεσα στην Κεραμέα και στον Ατσόνιο ήταν ξεκάθαροι εξαρχής: Ο Ατσόνιος θα δούλευε επί πληρωμή τις φόρμες που σχεδίαζε η Κεραμέα επί χάρτου και, όταν αυτός θα περνούσε στα κεραμικά ένα χέρι από το παραδοσιακό λευκό υάλωμα (μπαντανάς), αυτή θα διακοσμούσε τις επιφάνειες. Η αγορά των αντικειμένων σε τιμή λιανικής τον αποζημίωνε για τη δουλειά του και το κόστος των υλικών. Με το που ψήνονταν τα αντικείμενα, η Κεραμέα τα κρατούσε για τη δική της ιδιωτική συλλογή, διατηρώντας τα πιθανά κέρδη από οποιαδήποτε μελλοντική πώληση μπορεί να κανονιζόταν. Ωστόσο, δεδομένου του ότι συμμετείχαν ισότιμα στη δημιουργική διαδικασία, το αγγειοπλαστείο του Ατσόνιου –στο οποίο πλέον δούλευε, εκτός από τον Αντώνη, και ο ταλαντούχος γιος του, ο Γιάννης– μπορούσε να αναπαραγάγει τις φόρμες και τις τεχνικές εφυάλωσης της Κεραμέα (και να αυτοσχεδιάσει πάνω σε αυτές χωρίς να χρειάζεται να συμβουλευτεί την καλλιτέχνιδα. Με άλλα λόγια, οι συνδημιουργίες τους έθεσαν τις βάσεις για τη μελλοντική παραγωγή του αγγειοπλαστείου. Όλα τα αντικείμενα που προέκυψαν από τη συνεργασία τους φέρουν τόσο τη σφραγίδα της Κεραμέα όσο και του Ατσόνιου, κάτι που πιστοποιεί την υβριδική τους προέλευση, αλλά τα κέρδη από τις πωλήσεις των έργων που θα δημιουργούνταν στην πορεία από τον Αντώνη ή τον Γιάννη θα διοχετεύονταν αποκλειστικά στα Κεραμικά Ατσόνιος.

Κατ’ ουσίαν, οι καρποί αυτής της συνεργασίας ανάμεσα στην καλλιτέχνιδα και στους τεχνίτες –οι ιδέες, οι μορφές και τα χρώματα– αποτελούν κοινή πνευματική ιδιοκτησία και των δύο μερών. Για παράδειγμα, τα μοναδικά δίπυρα κεραμικά από την έκθεση στα Φυρόγια, με την αγυάλωτη λωρίδα στο κέντρο να λειτουργεί ως λαβή του σκεύους,  εξαντλήθηκαν κατευθείαν το 1999 και παραμένουν σε μεγάλη ζήτηση. Το αγοραστικό κοινό φαίνεται να συνεχίζει να προτιμά τις κυλικόσχημες φρουτιέρες, κι έτσι το  αγγειοπλαστείο συνεχίζει να παράγει και να πουλά αυτά τα αντικείμενα είκοσι πέντε χρόνια μετά την πρώτη τους κατασκευή. Επίσης, κάθε φορά που η Κεραμέα αναλαμβάνει μια ανάθεση για τη συμπαραγωγή αντικειμένων που θα περάσουν στην ιδιοκτησία του πελάτη, όπως συνέβη στην περίπτωση του ξενοδοχείου Elies Resort στην ίδια περιοχή του νησιού ή σε οικογενειακές θρησκευτικές τελετές), η κοστολόγηση γίνεται από την ίδια – και μάλιστα είναι αρκετά υψηλότερη από αυτή που θα έδινε το αγγειοπλαστείο, εξαιτίας της φήμης της στη διεθνή σκηνή της σύγχρονης τέχνης. Σε αυτές τις περιπτώσεις μοιράζεται τα κέρδη εξ ημισείας με τον Ατσόνιο. Από το 1999 μέχρι σήμερα, έχουν συν-δημιουργήσει περισσότερα από 500 κεραμικά σκεύη. Ο χρόνος έχει δείξει πως η συγκεκριμένη οικονομική συναλλαγή είναι εξίσου συμφέρουσα και για τα δύο μέρη, τα οποία κατάφεραν να ξεπεράσουν τα δημιουργικά στεγανά του παρελθόντος.

Στο βίντεο-πορτρέτο του Αντώνη και του γιου του Γιάννη που γυρίστηκε από το «Δίκτυο Αρχιπέλαγος», ο Αντώνης αναλογίζεται τη βαθιά επιρροή της σύγχρονης τέχνης στη Σιφνέϊκη κεραμική: «Πάντα έχεις να δώσεις κάτι πάνω στον πηλό. Βοήθησαν πάρα πολύ οι καλλιτέχνες να ανέβει το κομμάτι το δικό μας. Μαζί με την παράδοση υπάρχει και αυτό μέσα. Δεν τελειώνει ποτέ αυτή η δουλειά». Σχολιάζοντας την ιστορία της παραγωγής κεραμικών στο ίδιο πνεύμα, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης το καλοκαίρι του 2023, συμπέρανε πως αυτή χωρίζεται σε τρεις διακριτές περιόδους:

1) Στην εποχή που οι οικογενειακές παραδόσεις και τεχνικές περνούσαν από γενιά σε γενιά και αναπαράγονταν αυτούσιες. 

2) Στη μεταπολεμική περίοδο και στην κυβερνητική παρέμβαση του EOEX (Εθνικός Οργανισμός Ελληνικής Χειροτεχνίας), ενός προγράμματος που είχε στόχο την ενίσχυση της χειροτεχνίας και ενθάρρυνε τα αγγειοπλαστεία να εμπλουτίσουν την παραγωγή τους με μικρότερα χρηστικά αντικείμενα (φλιτζάνια, πιάτα κ.λπ.).

3) Στη φάση της συνεργατικής αλληλεπίδρασης με εκπροσώπους της σύγχρονης τέχνης, όπως αυτής που εγκαινιάστηκε στην έκθεση του 1999 στα Φυρόγια και συνεχίζεται σήμερα από την Κεραμέα σε ανεξάρτητη βάση, μέσα από μια αισθητική και οικονομική συναλλαγή που βρίσκεται σε εξέλιξη.

Δεδομένης της πρωτοκαθεδρίας της συμβολής της Ζωής στην ιστορία της κεραμικής του Ατσόνιου, καθώς και της μακρόχρονης προσωπικής τους φιλίας, δεν είναι περίεργο ότι η ανταλλαγή ανάμεσα στην καλλιτέχνιδα και στην οικογένεια Ατσόνιου εκτείνεται πέρα από τις μέρες που περνούν κάθε χρόνο στο Βαθύ μαζί με τον σύζυγό της τον Τζέιμς. Ήδη από την αρχή της συνεργασίας τους, η οικογένεια Ατσόνιου έκανε συχνές επισκέψεις στην Κεραμέα στην Αθήνα για να συγκρίνει τις αισθητικές συνδέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σε συλλογές – όπως για παράδειγμα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κεραμεικού, στο Βυζαντινό Μουσείο, στο Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής – Ίδρυμα Oικ. Γ. Ψαροπούλου ή ακόμη και στο Sektor 30, ένα συλλογικό εργαστήριο που ίδρυσαν στον Νέο Κόσμο οι καλλιτέχνες Μαρία Ευσταθίου και Ηλίας Κοέν. Το Sektor 30 παρουσίαζε ένα εναλλακτικό παράδειγμα για τη δημιουργία εργαστηρίων κεραμικής, χύτευσης και ξυλογλυπτικής για καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες, σχεδιαστές και σχεδιάστριες, τεχνίτες και τεχνίτριες. Τέτοιες επισκέψεις πυροδότησαν ιδέες που ανανεώνουν τις πρακτικές χειροτεχνίας, τόσο στο ίδιο το νησί όσο και πέρα από αυτό.

Νταϊάν Κατσιαφίκα + Αγγειοπλαστείο Λεμπέση: Μια συνεργασία σε εξέλιξη

Η Νταϊάν Κατσιαφίκα βρήκε με τον καιρό ένα διαφορετικό μοντέλο συνεργασίας με το αγγειοπλαστείο Λεμπέση. Σιγά σιγά, ενσωματώθηκε στην καθημερινότητα του εργαστηρίου ζωγραφίζοντας αφιλοκερδώς τα κεραμικά, κάθε φορά που ερχόταν στο νησί, δηλαδή αρκετές φορές τον χρόνο, είτε για μερικές ημέρες είτε και για εβδομάδες ολόκληρες. Όταν τελείωσε η δεύτερη έκθεση στα Φυρόγια, η Κατσιαφίκα βρέθηκε να έχει μια τόσο στενή σχέση με τον Γιάννη και την Κατέ Λεμπέση που της ζήτησαν να γίνει μέλος της ομάδας παραγωγής. Η ίδια περιγράφει εκείνη τη στιγμή στα τέλη του 2000: «Ο Γιάννης μού είπε, κοίτα, σου αρέσει να ζωγραφίζεις κι εμένα μου αρέσει αυτό που κάνεις. Με την κυρία Κατέ απολαμβάναμε η μία την παρέα της άλλης – η χημεία μας ήταν εξαιρετική. Κάπως έτσι, λοιπόν, άρχισα να έρχομαι πιο συχνά».

Σταδιακά, από μια ξένη/τουρίστρια η Κατσιαφίκα έγινε δικός τους άνθρωπος. Προσφέροντας στο εργαστήριο τις πρωτότυπες καλλιτεχνικές μεθόδους και το παιδαγωγικό ταλέντο της, καθώς  μοιραζόταν τις γνώσεις της για τα υλικά μέσα, την ιστορία της τέχνης αλλά και τη σύγχρονη καλλιτεχνική πρακτική, έφτασε να θεωρείται και αυτή μέλος της οικογένειας Λεμπέση, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Πλέον, όταν βρίσκεται στο νησί, η Κατσιαφίκα μένει στο «σπιτάκι» (όπως το λένε συνήθως) της οικογένειας Λεμπέση, ένα μικρό οίκημα κοντά στο εργαστήριο, και είναι μία από τις νονές του Χρύσανθου, του μικρότερου γιου του Νίκου και της Μαρίας. Όπως σημειώνει η ίδια: «Η σχέση μας ήταν κάτι παραπάνω από το να πηγαίνω εκεί και να φτιάχνω μερικά σχέδια. Είχε να κάνει με μια οικογένεια που μεγαλώνει και διευρύνεται».

Ακούστε την Κατσιαφίκα να αφηγείται την ιστορία του πάρτι που διοργανώθηκε για τα ενενηκοστά γενέθλια του συζύγου της, του Νόρμαν, όταν η οικογένεια Λεμπέση χάρισε στο ζευγάρι 150 φλιτζάνια και τους έκανε μια επίσκεψη-έκπληξη στο σπίτι τους στη Ραφήνα για να γιορτάσουν παρέα όλοι μαζί (στα αγγλικά). 

Μέσα από τη δημιουργική σχέση που ανέπτυξε με το εργαστήριο και την καλλιτεχνική της συνεισφορά, η Κατσιαφίκα αναγνωρίστηκε ως σημαντικός πυλώνας της εξέλιξης του αγγειοπλαστείου Λεμπέση. Στο βίντεο-πορτρέτο του για το Δίκτυο Αρχιπέλαγος, ο Νίκος Λεμπέσης, γιος του Γιάννη, μίλησε για τον ερχομό της «κυρίας Νταϊάνας» στο νησί το 1999:

«Εδώ το μαγαζί εξελίχθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια πάρα πολύ… Μέσω μιας γνωριμίας που είχαμε, της κυρίας Νταϊάνας, γιατί από τότε ξεκίνησε όλη η ιστορία του μαγαζιού που ζωγραφίζουμε πάνω στα κεραμικά – και πριν ζωγραφίζαμε δηλαδή, αλλά κάναμε τα πιο παραδοσιακά πράγματα, με τον άσπρο μπαντανά πάνω στο κόκκινο, ή σκαλίσματα πάνω σε φλάρους και άλλα αντικείμενα. Με την επήρεια της Νταιάνας, τ’ αλλάξαμε αυτά και βάλαμε μέσα και χρώματα, και αρχίσαμε να το εξελίσσουμε. Η γιαγιά μου το εξέλιξε πάρα πολύ.… Έκανε έναν κόσμο δικό της με πουλάκια, δεντράκια, λουλουδάκια, ψαράκια… ένα μοτίβο που είναι πια πολύ χαρακτηριστικό δικό της. Είχε τεράστια φαντασία». 

Όπως είχε κάνει για τα δύο πρότζεκτ στα Φυρόγια, η Κατσιαφίκα πρότεινε στην οικογένεια Λεμπέση να χρησιμοποιήσουν χρωματιστά υαλώματα. Τους έδειξε εικόνες από κεραμικά της βυζαντινής εποχής και έφερε οξείδιο του κοβαλτίου, οξείδιο του σιδήρου και οξείδιο του μαγγανίου από την Αθήνα στο νησί, για να πειραματιστούν με την παρασκευή των χρωμάτων. Παρατηρώντας τα παραδοσιακά μοτίβα του εργαστηρίου, επιχείρησε να διευρύνει τους ορίζοντές τους, δίνοντας στους συνεργάτες της ένα αντίτυπο του Dictionary of Universal Signs and Symbols (ενός λεξικού Σημείων και Συμβόλων), το οποίο έγινε πηγή έμπνευσης ιδιαίτερα για την κυρία Κατέ. Έφερε επίσης για εκείνη ειδικά πινέλα που αγόρασε σε διάφορα ταξίδια της στις ΗΠΑ και την Κίνα, με τα οποία η ηλικιωμένη μητριαρχική φιγούρα του αγγειοπλαστείου βάλθηκε με ενθουσιασμό να πειραματιστεί. Πέρα από την υλική της συνεισφορά, η Κατσιαφίκα εμπλούτισε το ρεπερτόριο του αγγειοπλαστείου με μεγάλη γκάμα νέων σχεδίων, αντλώντας έμπνευση από τα μικρά ρόδια που φύτρωναν στον κήπο της κυρίας Κατέ, τις κόκκινες παπαρούνες που γέμιζαν τα χωράφια τους την άνοιξη, τα κρίνα που κοσμούν τις μινωικές τοιχογραφίες στη Σαντορίνη, συμπεριλαμβάνοντας μεταξύ άλλων μοτίβων και γαρίδες, μέδουσες, αστακούς, φίδια, χταπόδια, «μάτια» για τη βασκανία και ψάρια κάθε μεγέθους.

Έχοντας ασχοληθεί επαγγελματικά με την αλιεία την εποχή που ζούσε στο Σιάτλ των ΗΠΑ, η Κατσιαφίκα έτρεφε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα ψάρια, το οποίο την ωθούσε να μελετά με προσοχή την «ψαριά της ημέρας» που έφερνε στο τραπέζι της οικογένειας ως ελεύθερος δύτης ο Νίκος Λεμπέσης. Όταν η ομάδα του εργαστηρίου μελέτησε πιατέλες του 4ου αιώνα π.Χ. με αντίστοιχα μοτίβα, η Κατσιαφίκα παρατήρησε ότι οι απεικονίσεις δεν ήταν στατικές, αλλά αναπαριστούσαν πώς θα μπορούσαν να κολυμπούν τα ψάρια μέσα σε μια κεραμική κατασκευή. Όπως είχε κάνει με τους φοιτητές και της φοιτήτριές της στο πανεπιστήμιο, η Κατσιαφίκα έδειξε στους συνεργάτες της πώς να ζωγραφίζουν και τον αρνητικό χώρο, πέρα από το κεντρικό θέμα στην επιφάνεια, διαδικασία που οδήγησε το εργαστήριο στα μοτίβα με τα ασπρόμαυρα ψάρια. Έκτοτε, αυτές οι εικόνες καθώς και οι τεχνικές, από τις αδρές πινελιές μέχρι το πιο περίπλοκο σγκραφίτο, έμελλε να γίνουν σημεία αναφοράς για όσους εργάζονται στο αγγειοπλαστείο της οικογένειας Λεμπέση. Θυμίζοντας μουσικούς της τζαζ, άρχισαν να αυτοσχεδιάζουν πάνω σε εικαστικά θέματα, με τον καθένα να ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της μοναδικής αισθητικής έκφρασης του άλλου, ώσπου κατέληξαν σε αυτό που ο Νίκος περιγράφει στο βίντεο-πορτρέτο του ως «το μιξ απ’ όλα αυτά».

Δείτε ένα βίντεο με την κυρία Κατέ να φτιάχνει ένα μπολ με ψάρια με την τεχνική του σγκραφίτο, το 2007.

Η Κατσιαφίκα και η Κατέ έδιναν απίστευτη έμπνευση η μία στην άλλη. Όταν μάλιστα έπιαναν ανάλαφρη κουβέντα παίζοντας με τα πινέλα τους, έφταναν συχνά στο σημείο να ζωγραφίζουν μαζί το ίδιο αντικείμενο. Όπως ανακαλεί η καλλιτέχνις: «Η κυρία Κατέ έφτιαχνε ζουζούνια με μικρά ποδαράκια, οπότε άρχισα να φτιάχνω ψάρια που κάνουν σκέιτμπορντ, γιατί υπήρχε ένας ντόπιος με σκέιτμπορντ, και γελούσαμε. Όταν την πήγα στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα, πρόσεξε τις κουκουβάγιες που ήταν ζωγραφισμένες στα φλιτζάνια και άρχισε να φτιάχνει τις δικές της εκδοχές. Αυτό είναι το δημιουργικό πάρε-δώσε που προσφέρει το παιχνίδι…».

Οι δύο καλλιτέχνιδες και φίλες εκδήλωναν την αμοιβαία αγάπη τους με διάφορους τρόπους. Όταν το 2009 η Κατέ Λεμπέση χρειάστηκε φυσικοθεραπεία επειδή είχε πόνους στην πλάτη, η Κατσιαφίκα και ο σύζυγός της τη φιλοξένησαν στο σπίτι τους στη Ραφήνα, ώστε να λάβει την κατάλληλη ιατρική φροντίδα. Στις δύο εβδομάδες που κράτησε η θεραπεία, η Νταϊάν πρότεινε στην Κατέ να ζωγραφίσει σε χαρτί χωρίς οξέα, με τα στρογγυλά πινέλα Sumi και τις κορυφαίας ποιότητας ακουαρέλες Schminke. Ήταν η πρώτη φορά που η Κατέ έβλεπε την αμεσότητα των φωτεινών χρωμάτων πάνω στο απορροφητικό χαρτί, σε αντίθεση με την εφυάλωση, όπου πολλοί παράγοντες επηρεάζουν τη χρωματική σύνθεση καθιστώντας το αποτέλεσμα απρόβλεπτο. Αυτή η εμπειρία πυροδότησε την αγάπη της Κατέ για τη ζωγραφική στο χαρτί, ενασχόληση που δεν εγκατέλειψε μέχρι το τέλος της ζωής της. Στα 82 της χρόνια, η Κατέ Λεμπέση έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση στη Σίφνο, η οποία σχεδόν ξεπούλησε χάρη στη δημοφιλία της στους ντόπιους και το ενδιαφέρον που είχε προξενήσει στους επισκέπτες του νησιού.

Ακούστε εδώ την Νταϊάν Κατσιαφίκα να περιγράφει την περίοδο που η Καίτη Λεμπέση άρχισε να ζωγραφίζει σε χαρτί (στα αγγλικά). 

Η Κατσιαφίκα φρόντισε να ανοίξουν και άλλα μέλη της οικογένειας Λεμπέση τα φτερά τους ως καλλιτέχνες. Τον Φεβρουάριο του 2004 ο Γιάννης και οι δύο μεγάλοι του γιοι, ο Μανώλης και ο Νίκος, επισκέφτηκαν το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα όπου η ίδια δίδασκε. Όπως αναφέρει η ίδια στην ιστοσελίδα της:

«Οι φοιτητές, οι φοιτήτριες, οι καθηγητές και οι καθηγήτριες ενθουσιάστηκαν με την ευχέρεια και την αποδοτικότητα της οικογένειας Λεμπέση στις παραδοσιακές φόρμες, και ιδιαίτερα με την άνεση που είχαν με διάφορα είδη πηλού, με τα οποία δεν είχαν ξαναδουλέψει ποτέ ως τότε. Όλοι και όλες συμμετείχαν στην εφαρμογή της τεχνικής του σγκραφίτο πάνω σε αγγεία. Τα μέλη της οικογένειας απόλαυσαν την αλληλεπίδραση, ιδίως τις καινούργιες γνώσεις σχετικά με τις διαδικασίες εφυάλωσης, που γενναιόδωρα πρόσφερε ο καθηγητής κεραμικής Τομ Λέιν.»

Aυτή η υπερατλαντική επικοινωνία θα είχε και συνέχεια. Την επόμενη χρονιά, ο καθηγητής Λέιν μαζί με έναν μεταπτυχιακό φοιτητή του, τον Νικ Νταρκούρτ, επισκέφτηκαν τη Σίφνο και κατέγραψαν σε ένα βίντεο-ντοκιμαντέρ την οικογένεια Λεμπέση επί το έργον, εξοικειώνοντας τους αγγλόφωνους θεατές με το συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο. Το 2006 ο Νίκος επισκέφτηκε ξανά το Τμήμα της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα και τα όσα έμαθε εκεί τον ώθησαν να ξεκινήσει τη χρήση υαλώματος χωρίς μόλυβδο σε όλα τα κεραμικά του οικογενειακού εργαστηρίου. Το 2017 ήταν η σειρά του Γιάννη να επιστρέψει στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα για δέκα ημέρες ως επισκέπτης καλλιτέχνης, παρουσιάζοντας τον τρόπο που κατασκευάζονται τα παραδοσιακά σιφνέικα κεραμικά. Έκτοτε, η συνεργασία Λεμπέση-Κατσιαφίκα δεν έχει πάψει να εμπνέει νέες μορφές καλλιτεχνικής παραγωγής. ​​Το 2023 η Κέλσι Μπος, μια παλιά φοιτήτρια της Νταϊάν στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα που είχε ακούσει πολλές ιστορίες για την επίσκεψη της οικογένειας Λεμπέση στις ΗΠΑ, σκέφτηκε έναν άλλο τρόπο να συνδεθεί με το αγγειοπλαστείο και τα προϊόντα τους. Ως καλλιτέχνις που διερευνεί ψυχογεωγραφικά ηχοτοπία αλλά και η πρώτη καλεσμένη του προγράμματος φιλοξενίας στην οικία της Κατσιαφίκα στη Ραφήνα, η Μπος συνέθεσε ένα αυτοσχεδιαστικό ηχητικό έργο για τέσσερις ερμηνευτές (μεταξύ των οποίων η ίδια και η Κατσιαφίκα) με τίτλο Sifnian Echea (Σιφνέικα ηχεία). Η σύνθεση αναφέρεται στα βάζα ή δοχεία που παράγουν ήχο και βρίσκονται συνήθως τοποθετημένα σε τοίχους, οροφές ή δάπεδα. Όπως εξηγεί η Μπος: «Χάρη στην εξαίσια μαστοριά με την οποία κατασκευάζονται, τα κεραμικά της οικογένειας Λεμπέση παράγουν έναν οξύ, μεταλλικό ήχο παρόμοιο με εκείνον που βγάζει το κρύσταλλο όταν δέχεται ένα χτύπημα. Ο τόνος κάθε κεραμικού είναι μοναδικός». Αυτή η μαγευτική σύνθεση απηχεί την παιχνιδιάρικη διάθεση που μοιράζονται η Νταϊάν Κατσιαφίκα και η κυρία Κατέ και αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η κεραμική μπορεί να εμπνεύσει μια διεπιστημονική καλλιτεχνική ταυτότητα και πρακτική.

Εξυπακούεται ότι αυτές οι συνεχείς ανταλλαγές όχι μόνο διεύρυναν τους ορίζοντες όσων συμμετείχαν αλλά βοήθησαν και στη βαθύτερη κατανόηση των δυνατοτήτων που μπορεί να ανοίγονται μέσα από την παγκόσμια συνεργασία μεταξύ καλλιτεχνικών κοινοτήτων.

Συμπέρασμα: Γυναικεία χέρια επί το έργον

Μέσα από την εμπειρία της εξιστόρησης και της ενεργής παρατήρησης ενός μικρού δείγματος των έργων που παρήγαγαν αυτές οι τρεις καλλιτέχνιδες, αναγνωρίζουμε την ανάγκη να διερευνήσουμε και να τιμήσουμε την τεράστια συμβολή των γυναικών στη διαμόρφωση της κεραμικής παράδοσης της Σίφνου. Προσεγγίζοντας τα αγγειοπλαστεία του νησιού ως συλλογικές επιχειρήσεις και οικείους χώρους δημιουργικής ανταλλαγής –και όχι απλώς ως χώρους εδραίωσης της χειροτεχνίας ως πατριαρχικής κληρονομιάς– μπορούμε να ανακαλύψουμε τον πολυεπίπεδο και σύνθετο χαρακτήρα αυτής της δυναμικής, άυλης πολιτισμικής παράδοσης, η οποία προστατεύεται από την UNESCO.

Παράλληλα, το παρόν διαδραστικό δοκίμιο αποσκοπεί να διατυπώσει ένα επιχείρημα για τις μελλοντικές πιθανότητες προγραμμάτων φιλοξενίας καλλιτεχνών και καλλιτέχνιδων στο νησί. Η εν εξελίξει καλλιτεχνική δραστηριότητα της Κεραμέα και της Κατσιαφίκα στη Σίφνο συνιστά παράδειγμα για τον πλούτο του διαλόγου και της μάθησης που μπορεί αναπτυχθεί όταν διάφοροι καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες –και ιδιαίτερα όσοι και όσες προέρχονται από αποκλίνοντες επαγγελματικούς, προσωπικούς και γεωγραφικούς κόσμους– καλλιεργούν ένα πλαίσιο συστηματικής συνεργατικής ανταλλαγής με τους ντόπιους τεχνίτες. Μπορεί τότε τα αγγειοπλαστεία της Σίφνου να γίνουν ένα «σπίτι μακριά απ’ το σπίτι».

Όπως παρατηρεί ο Γάλλος φιλόσοφος Γκαστόν Μπασελάρ στο βιβλίο του Η ποιητική του χώρου, «ένα σπίτι» (ή, κατ’ επέκταση, ένα οικογενειακό στούντιο) «είναι ένα εργαλείο για ν’ αντιμετωπίσει ένας άνθρωπος τον κόσμο… [Μ]ας βοηθάει να πούμε: “θα είμαι πάντα ένας κάτοικος του κόσμου, παρά τον κόσμο”». Τα αγγειοπλαστεία του Ατσόνιου και του Λεμπέση έχουν αποδειχτεί απροσποίητοι επαγγελματικοί και οικιακοί χώροι που λειτουργούν ως μικρόκοσμοι, ως αναπαραστάσεις που συντηρούν και ενεργοποιούν τη μνήμη, ενώ χτίζουν αναγκαίους δεσμούς ανάμεσα σε γενιές και ιστορικές περιόδους. Μέσα από δράσεις διαπολιτισμικής συνεργασίας, παρόμοιες με αυτές της Κεραμέα και της Κατσιαφίκα, τα αγγειοπλαστεία αυτά καταδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο διαφορετικές κουλτούρες μπορεί να εμπλουτίζουν η μία την άλλη, δημιουργώντας καινοτόμες μίξεις.

Η πρόσβαση που μου δόθηκε σε αυτούς τους κόσμους ήταν για μένα χαρά και προνόμιο, και ελπίζω ότι η προοπτική για την ίδρυση ενός Μουσείου Κεραμικής και μιας Σχολής Κεραμικής στη Σίφνο θα ωθήσει τοπικά και διεθνή κυβερνητικά σχήματα, ιδρύματα και ιδιώτες να υποστηρίξουν περισσότερες ευκαιρίες για προγράμματα καλλιτεχνικής φιλοξενίας στο νησί.

Ευχαριστίες

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Τζέικομπ Μο και την ομάδα του Δικτύου Αρχιπέλαγος για την ανάληψη ενός φιλόδοξου εγχειρήματος με ιδιαίτερη πολιτισμική αξία, όπως και για την πρόσκληση που μου απηύθυναν για να συνομιλήσω με αυτό το νεοσύστατο αρχείο. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω το ξενοδοχείο «Σιφνέικα Κονάκια», που με φιλοξένησε με ζεστασιά όταν έκανα την έρευνά μου στο νησί. Είμαι επίσης ευγνώμων στις Ζωή Κεραμέα και Νταϊάν Κατσιαφίκα για τον χρόνο που μου αφιέρωσαν και τον ενθουσιασμό με τον οποίο συμμετείχαν στην έρευνα· αμφότερες με έβαλαν στα σπίτια και στις οικογένειές τους, πρόθυμες να μοιραστούν ιστορίες από την προσωπική και την επαγγελματική τους ζωή. Πρόκειται για καλλιτέχνιδες που εκτιμώ απεριόριστα. Τέλος, θα ήθελα να εκφράσω την ειλικρινή μου ευγνωμοσύνη στις οικογένειες Ατσόνιου και Λεμπέση, για τα τόσα ταλέντα τους που μου έδωσαν έμπνευση, και για τη στοργή και γενναιοδωρία που μου έδειξαν με τα πεντανόστιμα ομαδικά γεύματα (και το μαστέλο, μεταξύ άλλων!), τις συζητήσεις και την πρόσβαση στα οικογενειακά τους άλμπουμ. Πιο συγκεκριμένα, ευχαριστώ από καρδιάς τη Μαρία Μαϊοπούλου και τον Νίκο Λεμπέση, που μοιράστηκαν μαζί μου το (συχνά ανεκτίμητο) περιεχόμενο μερικών φακέλων στον υπολογιστή τους. Αυτά τα οικογενειακά αγγειοπλαστεία είναι οι θησαυροί της Σίφνου· ανυπομονώ λοιπόν να χτίσω μαζί τους μια βαθιά φιλία τα επόμενα χρόνια.

 

Μετάφραση από τα αγγλικά: Γκέλυ Μαδεμλή, Αννίτα Χατζίκου

Επιμέλεια-Διόρθωση: Γκέλυ Μαδεμλή